- δικολαβικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αναφέρεται στο δικολάβο: Χειρίστηκε την υπόθεση δικολαβικά και όχι επαγγελματικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.